ξυπώ
Смотреть что такое "ξυπώ" в других словарях:
ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek